- ιππασία
- η1. έφιππη πορεία, το να τρέχει κάποιος πάνω σ' άλογο: Αγώνες ιππασίας.2. τέχνη να ιππεύει κάποιος: Μαθαίνει ιππασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἱππασία — ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc/acc dual ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίᾳ — ἱππασίαι , ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππασία — Η τέχνη της ίππευσης. Βλ. λ. ιππική. * * * η (Α ἱππασία) [ιππάζομαι] 1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς 2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.) νεοελλ. μια θέση τού σώματος στην ενόργανη γυμναστική… … Dictionary of Greek
ἱππάσια — ἱππάσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίας — ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem acc pl ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαι — ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαν — ἱππασίᾱν , ἱππασία riding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασιῶν — ἱππασία riding fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαις — ἱππασία riding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίην — ἱππασία riding fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)